βλεννογόνος

βλεννογόνος
Η μεμβράνη που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια των κοίλων οργάνων, τα οποία επικοινωνούν με το εξωτερικό του σώματος. Β. έχουν για παράδειγμα οι ρινικές κοιλότητες και οι παραρινικοί κόλποι, το στόμα, ολόκληρος ο πεπτικός σωλήνας, η ουροδόχος κύστη κ.ά. Ο β. αποτελείται από μια επιφανειακή στιβάδα επιθηλιακού ιστού, που ακουμπά σε μια βασική μεμβράνη και από ένα υπόστρωμα συνδετικού ιστού, το χόριον, στην πλούσια αγγείωση του οποίου οφείλεται το ερυθρό χρώμα των β. Στο επιθήλιο βρίσκονται σχεδόν πάντα αδένες, που κατά πλειονότητα εκκρίνουν βλέννη. Σε μερικούς β. το έκκριμα αυτό προέρχεται από ειδικά κύτταρα, τα οποία ονομάζονται κυπελλοειδή και παρομοιάζονται με μονοκυττάριους αδένες. Το χαρακτηριστικό αυτό έκκριμα έδωσε την ονομασία στις αντίστοιχες μεμβράνες. Σε μερικές περιπτώσεις (π.χ. στο στομάχι και στο έντερο), στην επιθηλιακή στιβάδα βρίσκονται διάφοροι αδένες που εκκρίνουν ειδικούς χυμούς, συνήθως πλούσιους σε ένζυμα. Με την ονομασία ψευδοβλεννογόνοι αποκαλούνται επιφανειακές στιβάδες ορισμένων ανατομικών περιοχών, όπως π.χ. τα χείλη, που τα ιστολογικά τους χαρακτηριστικά είναι ενδιάμεσα μεταξύ β. και δέρματος.
* * *
-ο
1. αυτός που εκκρίνει βλέννα («βλεννογόνοι αδένες»)
2. το αρσ. ως ουσ.. βλεννογόνος, ο
επιθηλιακή μεμβράνη που αποτελεί συνέχεια του δέρματος στο επίπεδο των φυσικών στομίων του σώματος, η οποία επενδύει το εσωτερικό των κοιλοτήτων του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βλεννογόνος — α, ο αυτός που παράγει βλέννα: Έχει ξεραθεί εντελώς η βλεννογόνος μεμβράνη της μύτης μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδομήτριο — Βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας. Περιλαμβάνει τους ενδομήτριους αδένες και το χόριο, έναν συνδετικοαγγειακό ιστό γύρω από αυτούς. Η πυκνότητα, η δομή και η κυτταρική μορφή του εξαρτώνται από την έκκριση θυλακίνης και ωχρίνης της …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… …   Dictionary of Greek

  • αγευσία — Η ελάττωση της αίσθησης της γεύσης, που μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Στην τελευταία περίπτωση, οφείλεται σε βλάβη των γευστικών νεύρων ή σε βλάβη της όσφρησης. Η α. είναι συχνά μερική, πολλές φορές όμως και ολοκληρωτική. Την α. προκαλούν… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του …   Dictionary of Greek

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”